αρπάγι
Смотреть что такое "αρπάγι" в других словарях:
αρπάγι — το (Μ ἁρπάγιον) 1. η αρπάγη 2. όργανο αλιευτικό με το οποίο βγάζουν τα ψάρια από τον γρίπο 3. ο ιστός της αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άρπαξ ή < ουσ. αρπάγη] … Dictionary of Greek
ἅρπαγι — ἅρπαξ robbing masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπάγη — αρπάγη, η και αρπάγι, το τσιγκέλι, γάντζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)