αρπάγι

αρπάγι
το см. αρπάγη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αρπάγι" в других словарях:

  • αρπάγι — το (Μ ἁρπάγιον) 1. η αρπάγη 2. όργανο αλιευτικό με το οποίο βγάζουν τα ψάρια από τον γρίπο 3. ο ιστός της αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άρπαξ ή < ουσ. αρπάγη] …   Dictionary of Greek

  • ἅρπαγι — ἅρπαξ robbing masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπάγη — αρπάγη, η και αρπάγι, το τσιγκέλι, γάντζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»